αναρχικός

αναρχικός
η , ό[ν] 1.
1) анархический; 2) анархистский; 2. (ο ) анархист

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αναρχικός" в других словарях:

  • αναρχικός — ή, ό 1. αυτός που συντελεί στην αναρχία ή απορρέει από την αναρχία 2. (γενικά) ο σχετικός με την αναρχία 3. (το αρσ. κ. το θηλ. ως ουσ.) ο αναρχικός, ή ο οπαδός του αναρχισμού βλ. λ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο… …   Dictionary of Greek

  • αναρχικός — ή, ό 1. αυτός που σχετίζεται με την αναρχία: Οι χθεσινές εκδηλώσεις έξω από τη Βουλή ήταν αναρχικές. 2. αυτός που σχετίζεται με τον αναρχισμό: Οι αναρχικές ιδέες πρωτοπαρουσιάστηκαν το 19ο αιώνα. 3. το αρσ., ο αναρχικός ως ουσ., σημαίνει ο οπαδός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… …   Dictionary of Greek

  • Μπακούνιν, Μιχαήλ — (Τόρσοκ, Ρωσία 1814 – Βέρνη, Ελβετία 1876). Ρώσος συγγραφέας και αναρχικός ηγέτης. Καταγόταν από ρωσική αριστοκρατική οικογένεια και σπούδασε στη στρατιωτική σχολή της Πετρούπολης, γρήγορα όμως έφυγε από τον στρατό για να αφιερωθεί σε φιλοσοφικές …   Dictionary of Greek

  • The Dispossessed —   …   Wikipedia

  • Άβλιχος, Μικέλης — (Ληξούρι 1844 – Αργοστόλι 1917).Σατιρικός ποιητής, από τους τελευταίους εκπροσώπους της Επτανησιακής σχολής. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια. Διδάχθηκε τα πρώτα του γράμματα στην Κεφαλονιά και μετά ταξίδεψε στην Ελβετία όπου σπούδασε νομικά και… …   Dictionary of Greek

  • Λε Γκεν, Ούρσουλα — (Ursula Le Guin, Μπέρκλεϊ, Καλιφόρνια 1929 –). Αμερικανίδα συγγραφέας. Σπούδασε στο κολέγιο Ράντκλιφ και έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο από το πανεπιστήμιο Κολούμπια. Έχει γράψει βιβλία πρόζας και ποίησης, ενώ ασχολήθηκε με πολλούς τομείς της… …   Dictionary of Greek

  • Λίβινγκ Θίατερ — (Living Theatre = ζωντανό θέατρο). Πρωτοποριακό θεατρικό κίνημα και θίασος των ΗΠΑ. Δημιουργήθηκε το 1951 από τη σκηνοθέτη Τζούντιθ Μαλίνα και τον συγγραφέα Τζούλιαν Μπεκ, με την προγραμματική υποχρέωση να αντιμετωπίσει το θέμα της ζωής και του… …   Dictionary of Greek

  • Μιρμπό, Οκτάβ — (Octave Mirbeau, 1848 – 1917). Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από νορμανδική οικογένεια. Σπούδασε στο λύκειο των Βαν, που διευθύνονταν από Ιησουΐτες. Ο Μ. άρχισε τη σταδιοδρομία του ως θεατρικός κριτικός και με την ιδιότητά του αυτή συνεργάστηκε με …   Dictionary of Greek

  • ντεκανταντισμός — Όρος που αρχικά δήλωνε ένα γαλλικό λογοτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε το 1880 με βάση τις μεταρομαντικές ποιητικές θεωρίες και ως πολεμική εναντίον των παρνασσιακών. Στην πραγματικότητα decadents (παρηκμασμένοι) ονομάστηκαν από τους αντιπάλους… …   Dictionary of Greek

  • Σράμεκ, Φράνα — Τσέχος συγγραφέας και ποιητής (Σόμποτκα, Βοημία 1777 Πράγα 1952). Αναρχικός, κατά το τέλος του A’ Παγκόσμιου πόλεμου, το 1918 εγκατέλειψε την πολιτική για να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη λογοτεχνία. Συγγραφέας εμπρεσιονιστής ύμνησε τον έρωτα και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»